- συνηρτημένος
- συναρτάωknitperf part mp masc nom sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρήορος — και δωρ. και αττ. τ. παράορος, δωρ. τ. και πάρηρος και πάραρος και παρῶρος, ον, Α 1. ο συνημμένος ή συνηρτημένος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ παρήορος το άλογο που δενόταν στο άρμα δίπλα στα ζευγμένα άλογα 2. αυτός που εκτείνεται κατά μήκος, ο ξαπλωμένος … Dictionary of Greek
συνηρτημένως — Α επίρρ. με επιδέξιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. συνηρτημένος τού συναρτῶμαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek